γροθοκόπημα
Смотреть что такое "γροθοκόπημα" в других словарях:
γροθοκόπημα — το χτύπημα με γροθιές: Ύστερα από τόσο γροθοκόπημα κατέληξε στο νοσοκομείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γροθοκόπημα — το βλ. γρονθοκόπημα … Dictionary of Greek
γροθοπατινάδα — η (ειρων.), το γροθοκόπημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)